- μανῶς
- μᾱνῶς , μανόςlooseadverbialμανόωmake porouspres ind act 2nd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μανώς — μανῶς (Α) επίρρ. β. μανός … Dictionary of Greek
καταμανώς — καταμανῶς (Μ) με μεγάλη μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μανῶς (< μανής < μαίνομαι), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. επίρρ.] … Dictionary of Greek
μανός — I Επώνυμο παλαιότατης και ονομαστής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στην πολιτική, κοινωνική και στρατιωτική ζωή από τον 17ο έως και τον 19ο αι. 1. Αλέξανδρος (1755 – 1815). Αξιωματούχος του Πατριαρχείου… … Dictionary of Greek